φτερούγισμα

φτερούγισμα
τό
1) размахивание крыльями; , 2) перен. взлёт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φτερούγισμα" в других словарях:

  • φτερούγισμα — το, Ν [φτερουγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτερουγίζω …   Dictionary of Greek

  • φτερούγισμα — το, ατος 1. η κίνηση των φτερών που γίνεται στην πτήση. 2. η προσπάθεια των νεοσσών για πέταγμα, το πέταγμα των νεοσσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • κινάθισμα — κινάθισμα, τὸ (Α) ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με …   Dictionary of Greek

  • πτερυγισμός — ο, Ν [πτερυγίζω] 1. γρήγορη κίνηση τών πτερύγων, φτερούγισμα 2. ιατρ. διαταραχή τού καρδιακού ρυθμού, μορφή ρυθμικής ταχυκαρδίας, που μπορεί να αφορά τους κόλπους ή τις κοιλίες τής καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • πτερύγισμα — το, ΝΜΑ [πτερυγίζω] η κίνηση των φτερών κατά την πτήση, το φτερούγισμα …   Dictionary of Greek

  • φτερουγητό — το, Ν φτερούγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερουγώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • φτερουγητό — το το φτερούγισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»